-
1 ἄγρ-υπνος
ἄγρ-υπνος, schlaflos, Ζηνὸς βέλος, unermüdlich, Aesch. Pr. 358; Theocr. 24, 104 u. oft in Anth., z. B. πόϑος Mel. 21 (Xt I, 19); μέριμναι Stat. Fl. 8 ( Plan. 211); δυςπαϑία Iulian. 27 ( Plan. 113); bes. von Sorzen; ἀγρ. ὑπὸ φροντίδων Luc. Dial. Mort. 7, 4; wachsam, ὥςπερ κύνες Plat. Rep. III, 404 a; τὸ ἄγρ., Wachsamkeit, Plut. Is. et Os. 11. – Den Schlaf vertreibend, Arist. probl. 18, 7.
-
2 αγρυπνος
21) бессонный; не спящий, бодрствующий(ὑπὸ φροντίδων Luc.)
2) бдительный, неусыпный, неутомимый(Ζηνὸς βέλος Aesch.; κύνες Plat.; ἥρως Theocr.)
3) не дающий заснуть, прогоняющий сон(νοήσεις Arst.; πόθος Anth.)
-
3 φροντίς
A thought, care, attention bestowed upon a person or thing, c. gen.,φροντίδ' ἔχειν καμάτου Simon.85.10
, cf. E.Med. 1301; παλαισμάτων λάβε φροντίδα take thought for them, Pi.N.10.22;ἦσαν ἐν φροντίδι ἀλλήλων πέρι Hdt.1.111
, cf. 7.205;περὶ ὧν ἐν φ. μεγάλῃ καθίσταται Phld.Rh.2.27S.
;ἐκείνοις οὐδὲ εἷς περὶ τούτου λόγος οὐδὲ φ. Pl.Phd. 101e
;φ. ἐποιήσατο τῆς Ἑλλάδος D.S.11.28
, cf. 36, Ocell.4.14; περί τινος ἐποιοῦντο πολλὴν φ. v.l. in D.S.15.28: folld. by a relat. clause,ἐν φ. εἶναι ὅ τι χρὴ ποιεῖν X.HG6.5.33
, cf. Cyr.5.2.5.2 abs., thought, reflection, meditation,τὰ δ' ἄλλα φροντὶς.. θήσει δικαίως A.Ag. 912
;πολλὰς.. ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις S.OT67
(parodied by Henioch.4.5, ἔχον.. πολλὰς φροντίδων διεξόδους) ; ἐν φροντίδι γίγνεσθαι, of a person, X.Cyr.6.2.12; but μοι ἐν φροντίδι ἐγένετο [τὸ πρῆγμα] Hdt.2.104; ἐμβῆσαί τινα ἐς φροντίδα to set one a-thinking, Id.1.46;φροντίδα.. θώμεθα A.Pers. 142
(anap.);δεῖ βαθείας φ. σωτηρίου Id.Supp. 407
, cf. 417;ποῖ τις φροντίδος ἔλθῃ; S. OC 170
(anap.): pl., thoughts,νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν Pi.O.1.19
; ἐπὶ φροντίδων ζῆν to live thoughtfully, E.Fr.684.4: prov.,αἱ δεύτεραί πως φ. σοφώτεραι Id.Hipp. 436
.b esp. of the speculations of Socrates and the philosophers, Ar.Nu. 233, al.; φροντίδ' ἐξήμβλωκας ἐξηυρημένην ib. 137;φροντίδα φιλόσοφον ἐγείρειν Id.Ec. 572
.(lyr.)c care, anxiety, Xenoph.8;καί με καρδίαν ἀμύσσει φ. A.Pers. 161
(troch.);ἐλπὶς ἀμύνει φροντίδ' Id.Ag. 102
(anap.), cf. 166 (lyr.), Eu. 453; οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ no matter to H., Hdt.6.129. cf. Hermipp.17;παρασχεῖν φροντίδα τινί Ar.Eq. 612
;εἰσέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φ. Pl.R. 330d
: pl., cares, worries, , cf. Isoc.Ep.2.11, Epicur.Ep.1p.28U.;μεστόν ἐστι τὸ ζῆν φροντίδων Men.452
.d heart's desire, Pi.P. 10.62.e hypochondria,φ. νοῦσος χαλεπή Hp.Morb.2.72
.II power of thought, mind,τὸ.. ἁλώσιμον ἐμᾷ φροντίδι S.Ph. 863
(lyr.);οὐδ' ἔνι φροντίδος ἔγχος Id.OT 170
(lyr.); τὸ γὰρ τὴν φ. ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ ib. 1390;νέα γὰρ φ. οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ E.Med. 48
.2 office, function, department, Lyd.Mag. 2.7, al., Cod.Just.1.3.38.6 (pl.), Just.Nov.8 Not.49.3 portion of land entrusted to a person,ἑκάστη φ. τῶν φυτευομένων τόπων PFlor.148.12
(iii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φροντίς
См. также в других словарях:
μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek